ποικιλίᾳ — ποικιλίαι , ποικιλία marking with various colours fem nom/voc pl ποικιλίᾱͅ , ποικιλία marking with various colours fem dat sg (attic doric aeolic) ποικιλίαι , ποικιλίας fish masc nom/voc pl ποικιλίᾱͅ , ποικιλίας fish masc dat sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… … Реальный словарь классических древностей
Узоры — • Ποικίλματα, (художественная роспись потолка и карнизов) ποικιλίαι, см. Domus, Дом, 4 … Реальный словарь классических древностей
ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… … Dictionary of Greek